Glossary entry (derived from question below)
Jun 6, 2009 23:10
14 yrs ago
English term
naker
English to Greek
Social Sciences
Music
instrument
They added tabors and nakers to the military bands.
Proposed translations
(Greek)
5 +8 | νάκαρα, ανάκαρα | Nick Lingris |
4 | νάκαρα | SOPHIA g |
Change log
Jun 10, 2009 12:39: Nick Lingris Created KOG entry
Proposed translations
+8
1 hr
English term (edited):
nakers
Selected
νάκαρα, ανάκαρα
Από το Oxford English Dictionary:
naker n.1 Now only Hist. Also 4_5 nakere, gen. pl. nak(e)ryn, 5 nakyr, 9 nakir. Cf. nacorne and naquaire.
[a. OF. nacre, naquere, nakaire, nacaire, etc. = It. nacchera, med.L. nach-, nacara, nacaria, med.Gr. ανάκαρα, ad. Arab. naqarah, Pers. naqara. In English the word seems to have had real currency only in the 14th cent.]
A kettle-drum.
Από το λεξικό του Παπύρου:
νάκαρο (I)
και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, ο· κρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ. ανακαράς].
ανάκαρο (II)
το· (συνήθως στον πληθ.) τα ανάκαρα· μουσικά όργανα, κυρίως τα λαϊκά πνευστά, κατ' επέκταση δε και όλα τα άλλα, τύμπανα, έγχορδα κ.λπ.
http://www.livepedia.gr/index.php?title=Νάκαρα
--------------------------------------------------
Note added at 3 days13 hrs (2009-06-10 12:39:12 GMT) Post-grading
--------------------------------------------------
Από Λεξικό Κριαρά (Μεσαιωνικής Γραμματείας):
ανακαράς ο· νακαράς. (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συνήθως έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις): όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες Διήγ. Bελ. χ 272· Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες Τζάνε Κρ. πόλ. 15617.
Κρίνοντας και από τα ευρήματα του LSJ, στον πληθυντικό καλύτερα «ανακαράδες».
naker n.1 Now only Hist. Also 4_5 nakere, gen. pl. nak(e)ryn, 5 nakyr, 9 nakir. Cf. nacorne and naquaire.
[a. OF. nacre, naquere, nakaire, nacaire, etc. = It. nacchera, med.L. nach-, nacara, nacaria, med.Gr. ανάκαρα, ad. Arab. naqarah, Pers. naqara. In English the word seems to have had real currency only in the 14th cent.]
A kettle-drum.
Από το λεξικό του Παπύρου:
νάκαρο (I)
και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, ο· κρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ. ανακαράς].
ανάκαρο (II)
το· (συνήθως στον πληθ.) τα ανάκαρα· μουσικά όργανα, κυρίως τα λαϊκά πνευστά, κατ' επέκταση δε και όλα τα άλλα, τύμπανα, έγχορδα κ.λπ.
http://www.livepedia.gr/index.php?title=Νάκαρα
--------------------------------------------------
Note added at 3 days13 hrs (2009-06-10 12:39:12 GMT) Post-grading
--------------------------------------------------
Από Λεξικό Κριαρά (Μεσαιωνικής Γραμματείας):
ανακαράς ο· νακαράς. (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συνήθως έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις): όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες Διήγ. Bελ. χ 272· Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες Τζάνε Κρ. πόλ. 15617.
Κρίνοντας και από τα ευρήματα του LSJ, στον πληθυντικό καλύτερα «ανακαράδες».
4 KudoZ points awarded for this answer.
11 hrs
νάκαρα
Νάκαρα
Βυζαντινά μουσικά όργανα που είχαν τη μορφή τυμπάνου. Ήταν σκεπασμένα με μεμβράνες από δέρμα ζώων και τα τοποθετούσαν δύο - δύο πάνω στα άλογα. Τα ν. τα χτυπούσαν οι καβαλάρηδες σε διάφορες παρελάσεις.
Βυζαντινά μουσικά όργανα που είχαν τη μορφή τυμπάνου. Ήταν σκεπασμένα με μεμβράνες από δέρμα ζώων και τα τοποθετούσαν δύο - δύο πάνω στα άλογα. Τα ν. τα χτυπούσαν οι καβαλάρηδες σε διάφορες παρελάσεις.
Peer comment(s):
neutral |
Anastasia Vam
: Γιατί δεν συμφωνείς με τον συνάδελφο αφού το είπε πρώτος?
47 mins
|
Something went wrong...