Glossary entry

English term or phrase:

engine stop motor

Greek translation:

εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής

Added to glossary by Maria Karra
Dec 15, 2004 17:51
19 yrs ago
English term

Proposed translations

+5
9 mins
Selected

εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής

εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής

Επειδή έχεις και engine και motor, βάζω "εξάρτημα" (θα πέσει βαρύ αν βάλουμε μηχανές και κινητήρες).
Peer comment(s):

agree Vicky Papaprodromou
14 mins
agree Betty Revelioti : Αν αντί για εξάρτημα χρησιμοποιούσες μοτέρ θα ήταν καλύτερα? Δεν ξέρω...μια πρόταση κάνω..
17 mins
agree Nadia-Anastasia Fahmi : Του κινητήρα όμως αντί για "της μηχανής"
49 mins
agree Costas Zannis : Σε βλέπουν μικρό και σου κάνουν συνέχεια υποδείξεις:-)))
3 hrs
agree Lamprini Kosma
7 hrs
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer.
+1
30 mins

απομονωτικός ηλεκτροκινητήρας/μοτέρ μηχανής/κινητήρα εσωτερικής καύσης

Εάν ισχύουν τα ακόλουθα...

stop = σταμάτημα. Όριο ή τελική θέση της κίνησης ενός ρομπότ.

stop cock = απομονωτικός κρουνός. Μικρή βαλβίδα που σταματά ή ρυθμίζει τη ροή ενός υγρού μέσα από ένα σωλήνα.

stop nut = 1. ρυθμιζόμενο παξιμάδι που περιορίζει την κίνηση μιας ρυθμιστικής βίδας, 2. παξιμάδι με συμπιεζόμενο έλασμα που το σταθεροποιεί έτσι ώστε να μη χρειάζεται ασφαλιστική ροδέλα.

stop valve = απομονωτική βαλβίδα. Βαλβίδα που μπορεί να ανοίγει και να κλείνει έτσι ώστε να ρυθμίζει ή να σταματά τη ροή του νερού σε ένα σωλήνα.

Όλα προέρχονται από το Λεξικό Μηχανικών
McGraw-Hill
εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ

..λογικά έπεται ότι το μοτέρ αυτό ρυθμίζει τα όρια λειτουργίας της μηχανής ή και την σταματά.
Peer comment(s):

agree Evdoxia R. (X)
14 hrs
:-)))
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search