Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
engine stop motor
Greek translation:
εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής
Added to glossary by
Maria Karra
Dec 15, 2004 17:51
19 yrs ago
English term
engine stop motor
English to Greek
Tech/Engineering
Automotive / Cars & Trucks
εξάρτημα του lift truck
Proposed translations
(Greek)
3 +5 | εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής | Maria Karra |
4 +1 | απομονωτικός ηλεκτροκινητήρας/μοτέρ μηχανής/κινητήρα εσωτερικής καύσης | Konstantinos Karanikas B.Sc. Electr. Eng., MITI |
Proposed translations
+5
9 mins
Selected
εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής
εξάρτημα διακοπής λειτουργίας της μηχανής
Επειδή έχεις και engine και motor, βάζω "εξάρτημα" (θα πέσει βαρύ αν βάλουμε μηχανές και κινητήρες).
Επειδή έχεις και engine και motor, βάζω "εξάρτημα" (θα πέσει βαρύ αν βάλουμε μηχανές και κινητήρες).
4 KudoZ points awarded for this answer.
+1
30 mins
απομονωτικός ηλεκτροκινητήρας/μοτέρ μηχανής/κινητήρα εσωτερικής καύσης
Εάν ισχύουν τα ακόλουθα...
stop = σταμάτημα. Όριο ή τελική θέση της κίνησης ενός ρομπότ.
stop cock = απομονωτικός κρουνός. Μικρή βαλβίδα που σταματά ή ρυθμίζει τη ροή ενός υγρού μέσα από ένα σωλήνα.
stop nut = 1. ρυθμιζόμενο παξιμάδι που περιορίζει την κίνηση μιας ρυθμιστικής βίδας, 2. παξιμάδι με συμπιεζόμενο έλασμα που το σταθεροποιεί έτσι ώστε να μη χρειάζεται ασφαλιστική ροδέλα.
stop valve = απομονωτική βαλβίδα. Βαλβίδα που μπορεί να ανοίγει και να κλείνει έτσι ώστε να ρυθμίζει ή να σταματά τη ροή του νερού σε ένα σωλήνα.
Όλα προέρχονται από το Λεξικό Μηχανικών
McGraw-Hill
εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ
..λογικά έπεται ότι το μοτέρ αυτό ρυθμίζει τα όρια λειτουργίας της μηχανής ή και την σταματά.
stop = σταμάτημα. Όριο ή τελική θέση της κίνησης ενός ρομπότ.
stop cock = απομονωτικός κρουνός. Μικρή βαλβίδα που σταματά ή ρυθμίζει τη ροή ενός υγρού μέσα από ένα σωλήνα.
stop nut = 1. ρυθμιζόμενο παξιμάδι που περιορίζει την κίνηση μιας ρυθμιστικής βίδας, 2. παξιμάδι με συμπιεζόμενο έλασμα που το σταθεροποιεί έτσι ώστε να μη χρειάζεται ασφαλιστική ροδέλα.
stop valve = απομονωτική βαλβίδα. Βαλβίδα που μπορεί να ανοίγει και να κλείνει έτσι ώστε να ρυθμίζει ή να σταματά τη ροή του νερού σε ένα σωλήνα.
Όλα προέρχονται από το Λεξικό Μηχανικών
McGraw-Hill
εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ
..λογικά έπεται ότι το μοτέρ αυτό ρυθμίζει τα όρια λειτουργίας της μηχανής ή και την σταματά.
Peer comment(s):
agree |
Evdoxia R. (X)
14 hrs
|
:-)))
|
Something went wrong...